- μυοτατικός
- -ή, -όφρ. «μυοτατικό αντανακλαστικό»φυσιολ. μονοσυναπτικό νωτιαίο αντανακλαστικό μυϊκής προελεύσεως που προκαλείται από την διέγερση νευρομυϊκών ατράκτων οι οποίες ενεργοποιούνται από αισθητικές νευρικές ίνες που εισδύουν στον νωτιαίο μυελό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myotatic (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + τατικός < τατός < τείνω)].
Dictionary of Greek. 2013.